- ενδυναμώνω
- ενδυναμώνω, ενδυνάμωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ενδυναμώνω — και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, όω) ενισχύω, ισχυροποιώ νεοελλ. (για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο … Dictionary of Greek
ινάσσω — ἰνάσσω (Α) παρέχω ισχύ, ενδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἰνῶ «ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek
αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] … Dictionary of Greek
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
βριάω — (Α) 1. κάνω κάποιον ισχυρό, ενδυναμώνω 2. είμαι ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βριαρός με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
δυνατώνω — δυναμώνω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
ενδυναμώ — όω βλ. ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
επιθρασύνω — ἐπιθρασύνω (Μ) ενθαρρύνω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
επισχυρίζω — ἐπισχυρίζω (Α) (διαφ. γραφή ένισχυρίζω) ενισχύω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek